- ἐπικοπή
- -ῆς ἡ N 1 1-0-0-0-0=1 Dt 28,25slaughter
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
επικοπή — ἐπικοπή, ἡ (Α) [επικόπτω] 1. κόψιμο, αποκοπή 2. (ειδ.) κλάδεμα δέντρων 3. χτύπημα για να αποκόψει κανείς κάτι 4. κόψιμο δέντρων, υλοτομία 5. (για πέτρες οικοδομής) η πελεκημένη πλευρά 6. εμπόδιο, κώλυμα … Dictionary of Greek
ἐπικοπῇ — ἐπικόπτω strike upon aor subj pass 3rd sg ἐπικοπή cutting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοπῆς — ἐπικοπή cutting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοπήν — ἐπικοπή cutting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοπάς — land fem nom sg ἐπικοπά̱ς , ἐπικοπή cutting fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)